9.12.07

Παραφράζοντας τον Ελύτη...

Όπου κι αν κοιτάξω, η Ελλάδα με πληγώνει.

Γυρνώντας πέρσι από το παρθενικό μου ταξίδι στο εξωτερικό, απέκτησα μία εντελώς άχρηστη συνήθεια για τα εγχώρια δεδομένα. Κάθε φορά που περπατούσα στην πόλη μου έπιανα τον εαυτό μου να κοιτά ψηλά, να αποζητά μάταια το παραμύθι, την οπτική έκπληξη. Τα μάτια μου είχαν συνηθίσει, θέλανε το μπαρόκ τους για πρωινό, αναγέννηση και αρ νουβο για τη συνέχεια της μέρας. Αντί αυτών η πόλη μου μου σέρβιρε σε γενναίες ποσότητες τουρτοπολυκατοικίες, αυτές με τα πολλά χρώματα, πινακίδες ξεθωριασμένες, άδεντρα πάρκα, γκρίζα πρόσωπα…

Γυρνώντας φέτος από την Αυστρία, και πάνω που είχα ξεφορτωθεί την άχρηστη, και μάλλον βλαβερή για την ψυχική μου υγεία, συνήθεια, βγαίνοντας έξω συνειδητοποιώ ότι το βλέμμα μου παραμένει καρφωμένο κάτω! Μπα, σκέφτομαι, θα είναι της στιγμής… Όμως αλίμονο! Δεν ήταν! Ήταν η νεοαποκτηθείσα μου συνήθεια, άρτι αφιχθείσα από το Graz! Πού είναι οι προσβάσιμοι δρόμοι για όλους, μα για όλους; Πού είναι οι ράμπες για τα άτομα με κινητικά προβλήματα; Και όπου υπάρχουν, πού είναι η τροχαία να σηκώσει τα οχήματα των αναίσθητων ιδιοκτητών τους, που θεωρούν ότι είναι δικαίωμά τους να στερούν από συμπολίτες τους, μην πω από συνανθρώπους τους και με πείτε συναισθηματική, το δικαίωμα να κυκλοφορούν ΑΥΤΟΝΟΜΑ στην πόλη τους; Ποιος μας όρισε εμάς “φυσιολογικούς” και αφήνουμε έξω από την κοινωνία μας τους άλλους, τους “περίεργους”, που χρειάζονται απλώς λίγο περισσότερο χώρο; Γιατί πρέπει να παλεύουμε για το αυτονόητο;

Το τι είναι “ειδικό” και το τι όχι είναι κάτι το τελείως υποκειμενικό. Τα άτομα με κινητικά προβλήματα και με προβλήματα όρασης ανήκουν στην κατηγορία με τις ειδικές ανάγκες μόνο και μόνο γιατί εμείς, “οι αρτιμελείς”, δημιουργήσαμε έναν κόσμο με τα δικά μας μέτρα που δεν τους εξυπηρετεί, δεν τους χωρά.

Τι είναι τελικά χειρότερο, η σωματική αναπηρία ή η δική μας πνευματική ανεπάρκεια;

0 πιτούφισαν :